πρέπω, ρ. [<αρχ. πρέπω]. 1. αρμόζω, ταιριάζω: «δε σου πρέπουν μεγάλα λόγια, αλλά έργα». 2. είμαι κομψός, ωραίος, ευπρεπής: «έπρεψε σαν ηθοποιός μέσα στο καινούριο του κοστούμι». 3. προοδεύω σε μια επιστήμη ή τέχνη, διαπρέπω: «αυτό το παιδί θα πρέψει πολύ στα γράμματα»· βλ. και λ. πρέπει.